ἄσειρος

ἄσειρος
ἄσειρος
without trace
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άσειρος — η, ο (Μ ἄσειρος, ον) [σειρά] νεοελλ. 1. όποιος έχει ταπεινή καταγωγή 2. (για ζώο) καχεκτικός, αδύνατος 3. «ἄσειρον ἱστίον» το πανί που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας μσν. «ἄσειρος ἵππος» ο άδετος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”